- λέμφωμα
- το, -ατος(ιατρ.), νεόπλασμα του λεμφικού συστήματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λέμφωμα — το ιατρ. κάθε μη φυσιολογική διόγκωση λεμφικού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphoma < lymph(o) (βλ. λεμφ[ο] ) + κατάλ. oma] … Dictionary of Greek
λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… … Dictionary of Greek
λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… … Dictionary of Greek
λύμφωμα — το βλ. λέμφωμα … Dictionary of Greek
σπογγοειδής — ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, ές, Α αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή ζωολ. οι σπόγγοι 2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση» ιατρ. λέμφωμα τού δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση… … Dictionary of Greek
Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… … Dictionary of Greek
λεμφοκοκκίωμα — Καλοήθης υπερπλαστική πάθηση του λεμφικού συστήματος. Το βουβωνικό λ. ή νόσος των Νικολά και Φαβρ είναι ένα αφροδίσιο νόσημα, που χαρακτηρίζεται από εξέλκωση του δέρματος και των βλεννογόνων στη γεννητική περιοχή, καθώς και από λεμφαδενίτιδα των… … Dictionary of Greek